- αναστενάρης
- ομέλος της ομάδας που τελεί τα αναστενάρια*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναστενάρης — ο πληθ. ηδες, αυτοί που παίρνουν μέρος στην πυροβασία που γίνεται στα αναστενάρια (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο … Dictionary of Greek
πυροβάτης — ο, θηλ. πυροβάτισσα, Ν πρόσωπο που εκτελεί πυροβασία, που περπατά ξυπόλυτος πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, κν. αναστενάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, ορει βάτης] … Dictionary of Greek
πυροβάτης — ο αυτός που περπατεί στη φωτιά, αλλ. αναστενάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)